στρατολογικός

στρατολογικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη στρατολογία: Στρατολογικές υπηρεσίες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στρατολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατολογία 2. φρ. α) «στρατολογικά συμβούλια» συμβούλια που ασχολούνται με προβλήματα σχετικά με τη στράτευση τών οπλιτών β) «στρατολογική υπηρεσία» η υπηρεσία που διεξάγει το στρατολογικό γραφείο, η… …   Dictionary of Greek

  • παραγγελία — η, ΝΜΑ, παραγγελιά Ν [παραγγέλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραγγέλλω, μήνυμα προφορικό ή γραπτό δια μέσου τού οποίου αυτός που τό στέλνει ζητά ή απαιτεί να πραγματοποιηθεί η επιθυμία ή η θέλησή του, διαβίβαση διαταγής ή επιθυμίας, οδηγία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”